- ψιθυριστάς
- ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστήςwhisperermasc acc plψιθυριστά̱ς , ψιθυριστήςwhisperermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ψυθιστής — ὁ, Α [ψυθίζω] (στην αιτ. πληθ.) ψυθιστάς (κατά τον Ησύχ.) «ψιθυριστάς» … Dictionary of Greek